γούρνα

γούρνα
Οικισμός (292 κάτ.) της Λέρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λέρου του νομού Δωδεκανήσου.
* * *
η (Μ γούρνα)
1. φυσικό ή τεχνητό κοίλωμα, λάκκος
2. δοχείο για το πότισμα τών ζώων
νεοελλ.
1. λεκάνη για πλύσιμο
2. δεξαμενή ελαιοτριβείου, όπου χύνεται το λάδι
μσν.
μέτρο χωρητικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γρώνη «κοιλότητα, γούρνα
σκαφίδι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γούρνα — η 1. φυσικό ή τεχνητό κοίλωμα, όπου συγκεντρώνεται νερό. 2. λεκάνη για το πότισμα των ζώων: Τα άλογα ήπιαν νερό στη γούρνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Leros — Gemeinde Leros Δήμος Λέρου (Λέρος) …   Deutsch Wikipedia

  • Liste der Dodekanes-Inseln —  Karte mit allen Koordinaten: OSM, Google oder …   Deutsch Wikipedia

  • λεκάνη — Πλατύ ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυκλικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για το πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες· πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά ή κλειστή θάλασσα· το κατώτερο τμήμα του ανθρώπινου κορμιού, η πύελος. Λ. ονομάζεται και η… …   Dictionary of Greek

  • άλαρος — ο μικρός λάκκος, γούβα, γούρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. σημασιολογικά η λ. είναι συγγενής με το ουσ. αρός*] …   Dictionary of Greek

  • γουρνωτός — ή, ό κοίλος σαν γούρνα …   Dictionary of Greek

  • γούργουθας — και γούργουθος, ο (πληθ. και γούργουθα, τα) 1. μικρός λάκκος, γούρνα 2. δίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. gurges] …   Dictionary of Greek

  • γρώνος — γρῶνος, η, ον (Α) 1. κατατρυπημένος, με πολλές κοιλότητες 2. το θηλ. ως ουσ. γρώνη, η α) κοιλότητα, γούρνα 2. σκαφίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γρώνος (< *γρωσνος) απαντά με πολλές χρήσεις και συνδέεται με το γράω*, από άλλη μεταπτωτική βαθμίδα ρίζας] …   Dictionary of Greek

  • δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”